- ὠταλγικός
- ὠταλγ-ικός, ή, όν,A suffering from ear-ache, v. l. in Id.4.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωταλγικός — ή, ό / ὠταλγικός, ή, όν, ΝΑ [ὠταλγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωταλγία … Dictionary of Greek
ωταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωταλγία: Παίρνει ωταλγικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)